- λουστράρισμα
- το [λουστραρίζω]επάλειψη με λούστρο, στίλβωμα, γυάλισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λουστράρισμα — το, ατος το γυάλισμα, το βερνίκωμα: Έδωσα τα παπούτσια για λουστράρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλοιμός — ἀλοιμός, ο (Α) (για διακόσμηση τοίχου) γυαλάδα, λουστράρισμα ή σοβάτισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ἀλοιμὸς αντί *ἀλοιμμὸς < *ἀλοιφμὸς < ρ. ἀλείφω] … Dictionary of Greek
γυάλισμα — το [γυαλίζω] 1. στίλβωση, λουστράρισμα 2. στιλπνότητα … Dictionary of Greek
λούστρο — το 1. στιλπνό επίχρισμα επιφάνειας, βερνίκι 2. στιλπνότητα, γυαλάδα 3. λουστράρισμα, στίλβωση 4. επιφανειακή πνευματική ή κοινωνική κατάρτιση ατόμου χωρίς βαθιά καλλιέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lustro «στιλπνότητα, λάμψη»] … Dictionary of Greek
στίλβωμα — το, ΝΜΑ [στιλβῶ, ώνω] νεοελλ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στιλβώνω, γυάλισμα, λουστράρισμα μσν. 1. κόσμημα που αστράφτει και λάμπει 2. στον πληθ. τὰ στιλβώματα καλλωπισμοί, λούσα («ἐξάφες τά στιλβώματα καὶ τὰς ἁδρολαλίας», Πρόδρ.) αρχ.… … Dictionary of Greek
στίλβωση — Επεξεργασία της επιφάνειας μερικών μετάλλων για την προστασία τους από τη διαβρωτική ενέργεια της ατμόσφαιρας. Σχηματίζεται έτσι ένα λεπτό στρώμα επιφανειακού οξειδίου ή θειούχου μεταλλικού χρώματος γενικά σκούρου. Στιλβώνονται αίφνης τα… … Dictionary of Greek
βερνίκωμα — το η κάλυψη μιας επιφάνειας με βερνίκι, το στίλβωμα, το λουστράρισμα: Το ξύλινο πάτωμα αστράφτει ύστερα από το βερνίκωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γυάλισμα — το το βερνίκωμα, το λουστράρισμα: Το τραπέζι θέλει γυάλισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στίλβωμα — το γυάλισμα, λουστράρισμα: Έχει ειδική βούρτσα για το στίλβωμα των υποδημάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)